- μῆρα
- μῆραneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μήρα — μῆρα, τὰ (Α) οι μηροί («κατὰ μῆρα κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μηρός] … Dictionary of Greek
μῆρ' — μῆρα , μῆρα neut nom/voc/acc pl μῆρε , μῆρα neut nom/voc/acc dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῆρε — μῆρα neut nom/voc/acc dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήροις — μῆρα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήρων — μῆρα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμηρά — λῑμηρά , λιμηρός 1 hungry neut nom/voc/acc pl λῑμηρά̱ , λιμηρός 1 hungry fem nom/voc/acc dual λῑμηρά̱ , λιμηρός 1 hungry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λιμηρός 2 hungry neut nom/voc/acc pl λιμηρά̱ , λιμηρός 2 hungry fem nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мяздра — пишется мездра внутренняя сторона шкуры , мяздрить счищать мясо со шкуры , укр. мяздра кора, внутренняя сторона кожи , русск. цслав. мяздрица оболочка яйца , болг. мездра почечный жир, сало , сербохорв. мездра кожица, мездра , словен. mȇ … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
μηρός — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… … Dictionary of Greek
σπλάγχνο — το / σπλάγχνον, ΝΜΑ, και σπλάχνο Ν και σπλάγχανον Α 1. συν. στον πληθ. τα σπλάγχνα α) τα όργανα τού σώματος που βρίσκονται μέσα στις μεγάλες κοιλότητες τού οργανισμού, στην κρανιακή, στη θωρακική, στην κοιλιακή και στην πυελική β) τα σωθικά,… … Dictionary of Greek
στόμον — τὸ, Α στόμιο, οπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα (πρβλ. μηρός: μῆρα)] … Dictionary of Greek